γρατσουνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
γρατσουνίζομαι, π.αόρ.: γρατσουνίστηκα, μτχ.π.π.: γρατσουνισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος γρατσουνίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.