γραμμή αιώνιου χιονιού
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾaˈmi eˈoniu çoˈɲu/
Έκφραση
γραμμή αιώνιου χιονιού θηλυκό
- (μετεωρολογία) το πιο χαμηλό σημείο πάνω από το οποίο το χιόνι δε λιώνει ποτέ, ούτε το καλοκαίρι
- άλλες μορφές: γραμμή διαρκούς χιονιού
Πηγές
- «χιόνι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.