γνώμονες

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣno.mo.nes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνώμονες

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γνώμονες αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γνώμονες: πληθυντικός αριθμός του γνώμων, κλιτικός τύπος με επιπλέον σημασία

Ουσιαστικό

  • λείπει η κλίση

γνώμονες αρσενικό

Συγγενικά

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γνώμονες αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.