γλωσσολογικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
γλωσσολογικά
<
γλωσσολογικός
Επίρρημα
γλωσσολογικά
εξετάζοντας κάτι από
γλωσσολογική
σκοπιά
Μεταφράσεις
γλωσσολογικά
αγγλικά
:
linguistically
(en)
γαλλικά
:
linguistiquement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γλωσσολογικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
γλωσσολογικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.