γκουάς
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
γκουάς ουδέτερο άκλιτο
- (τύπος χρώματος) αδιαφανής τύπος χρώματος, διάλυμα κόλλας και μελιού, κατάλληλο για υδατογραφίες
- → δείτε τη λέξη όρος αδιαφανής υδατογραφία
- (ζωγραφική) τεχνική ζωγραφικής με χρώμα τύπου γκουάς
- νερομπογιά (διαφανής τύπος χρώματος)
-
γκουάς στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.