γεφυρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

γεφυρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεφυρώνω
  2. θα γεφυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεφυρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γεφυρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γεφύρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.