γεροντικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γεροντικά < γεροντικός

Επίρρημα

γεροντικά

  • με τρόπο που χαρακτηρίζει άτομα προχωρημένης ηλικίας

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γεροντικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.