γελοιοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

γελοιοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γελοιοποιώ
  2. θα γελοιοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γελοιοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γελοιοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γελοιοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.