γελοιοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
γελοιοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γελοιοποιώ
- θα γελοιοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γελοιοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
γελοιοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γελοιοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.