γειτόνημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- γειτόνημα < γείτων
Ουσιαστικό
- γειτόνημα ουδέτερο
- πρόσοικος γὰρ θάλαττα χώρᾳ τὸ μὲν παρ᾽ ἑκάστην ἡμέραν ἡδύ, μάλα γε μὴν ὄντως ἁλμυρὸν καὶ πικρὸν γειτόνημα: ἐμπορίας γὰρ καὶ χρηματισμοῦ διὰ καπηλείας ἐμπιμπλᾶσα αὐτήν : <ο Πλάτωνας επικαλείται τη ρήση του Αλκμάνος και λέει> το να έχει θάλασσα μια περιοχή είναι βολικό για τις καθημερινές ανάγκες, όμως αληθεύει όντως ότι "είναι αλμυρό και πικρό γειτόνημα": γιατί το εμπόριο και ...
Συγγενικά
- γειτνιάω
- γειτνιάζω
- γειτονεύω με δοτική
- γειτνίασις
- γειτονία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.