γαρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γαρ < αρχαία ελληνική γάρ

Σύνδεσμος

γαρ

  1. ως αιτιολογικός σύνδεσμος εισάγει νέα πρόταση και παίρνει την έννοια του καθώς είναι.
    Διακριτικός γαρ, αρκέστηκε στη σιωπή.
  2. ως επεξηγηματικός σύνδεσμος, τίθεται μετά από μία ή περισσότερες λέξεις και σημαίνει δηλαδή.
  3. στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται κυρίως για να τονίσει την ιδιότητα κάποιου
    Φιλόδοξος γαρ.

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.