γάρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γάρ < γε + ἄρα

Σύνδεσμος

γάρ

  1. αιτιολογικός σύνδεσμος, όταν ατιολογεί τα προηγηθέντα, επεξηγηματικός, επιτατικός
    γάρ ἄρα διοτι βεβαίως, διότι πράγματι γάρ τοι
    γάρ δή : γιατί ως γνωστόν, γιατί όπως ξέρει όλος ο κόσμος, γιατί είναι αυτονόητο
    γάρ που διότι υποθέτω
  2. ναι αλλά πρόσεξε, στάσου, ακου κι αυτό από την άλλη, σώπα γιατί...( ἀλλά γάρ)
    ἀλλὰ γόων, ὦ φίλαι, κατ᾽ οὖρον ἐρέσσετ᾽...ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεται τὰν ἄστολον μελάγκροκον ναύστολον θεωρίδα,τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι, τὰν ἀνάλιον πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον. ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνη (: ταξιδέψτε με τον άνεμο των θρήνων φιλοι μου...το μαύρο καράβι που περνά τον Αχέροντα στη χώρα που δεν βλέπει κανείς και που δεν την περπατά ποτέ ο Απόλλωνας, τη δίχως ήλιο γη που δέχεται όλους τους ανθρώπους. Ομως σιωπή τώρα, γιατί έρχεται η Αντιγόνη και η Ισμήνη για το πικρό τους καθήκον)
  3. μένει αμετάφραστο, σαν να μην υπάρχει, αλλα κρύβει και πάλι μια αιτιολογία που έπεται
    ὦ Κίρκη, πῶς γάρ με κέλεαι σοὶ ἤπιον εἶναι, ἥ μοι σῦς μὲν ἔθηκας ἐνὶ μεγάροισιν ἑταίρους, (: Κίρκη μα πώς μου ζητάς να είμαι καλός μαζί σου εσύ που τους συντρόφους μου μεταμόρφωσες...
  4. μακάρι
    αἲ γάρ, εἰ και εἴθε γάρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.