γανόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γανόω < γάνος (λαμπρότητα, ευφροσύνη, χαρά)

Ρήμα

γανόω-γανῶ ( και γανάω, επίσης γάνυμαι)

  1. γυαλίζω κάτι, κάνω κάτι να λάμπει
  2. χαροποιώ
  3. γάνυμαι: χαίρομαι, γίνομαι λαμπερός εγώ

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.