γαμπριάτικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γαμπριάτικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γαμπριάτικος
Ουσιαστικό
γαμπριάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα γαμπριάτικα ρούχα, τα ρούχα που φοράει ο γαμπρός στη γαμήλια τελετή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.