γάμησέ τα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
γάμησέ τα
<
προστακτική αορίστου
του
γαμάω
& αδύνατος τύπος αντωνυμίας
τα (αυτά)
Έκφραση
γάμησέ τα
!
(
αργκό
)
(
χυδαίο
)
χάλια
γάμα τα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.