γέμαν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

PAGENAME < γεῦμα, με αφομοίωση [vm] > [mm] και απλοποίηση του διπλού [mm] > [m] [1] <(κληρονομημένο) αρχαία ελληνική gkm

Ουσιαστικό

γέμαν ουδέτερο

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.