βυνέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- βυνέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
βυνέω
- γεμίζω, παραγεμίζω, φουσκώνω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 645 (644-645)
- οἱ δὲ τὰς πληγὰς ὁρῶντες ἃς ἐτύπτονθ᾽, οἱ ξένοι, | χρυσίῳ τῶν ταῦτα ποιούντων ἐβύνουν τὸ στόμα,
- Βλέποντας το ξύλο οι ξένοι που έπεφτε, | βουλώνανε με λεφτά το στόμα εκείνων που τους έκαναν αυτά·
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- οἱ δὲ τὰς πληγὰς ὁρῶντες ἃς ἐτύπτονθ᾽, οἱ ξένοι, | χρυσίῳ τῶν ταῦτα ποιούντων ἐβύνουν τὸ στόμα,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 645 (644-645)
Συνώνυμα
- βύζω
- βύω
Συγγενικά
- βύζην
- βύσμα
- βύστρα
- διαβυνέω
- ἐπιβύστρα
- κυψελόβυστος
- παράβυστος
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- βυνέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βυνέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.