βρόμιον
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | βρόμιον | τὰ | βρόμια | ||||
| γενική | τοῦ | βρομίου | τῶν | βρομίων | ||||
| δοτική | τῷ | βρομίῳ | τοῖς | βρομίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | βρόμιον | τὰ | βρόμια | ||||
| κλητική ὦ! | βρόμιον | βρόμια | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.