βουρκόλακας
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βουρκόλακας < μεσαιωνική ελληνική βουρκόλακας
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο) ο βρικόλακας
- ↪ ο Βουρκόλακας του Αργύρη Εφταλιώτη γράφτηκε το 1894 και είναι το μοναδικό θεατρικό έργο του γνωστού δημοτικιστή συγγραφέα
Συγγενικά
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- βουρκόλακας < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική vălkolàk /vărkolàk < παλαιοσλαβικής προέλευσης vlăkodlakă
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.