βουρκολακιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βουρκολακιάζω < → δείτε τη λέξη βουρκόλακας
Ρήμα
βουρκολακιάζω
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) βρικολακιάζω
- ※ Βρυκόλακας και βουρκόλακας, βρικολακιάζω και βουρκολακιάζω
- Σπύρος Μαρινάτος, λαογραφική καταγραφή στην Κεφαλονιά το 1925· καταχώριση στο αποθετήριο του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών· πρόσβαση: 2020-12-15.
- ※ Βρυκόλακας και βουρκόλακας, βρικολακιάζω και βουρκολακιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.