βοσκήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

βοσκήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βόσκω
  2. θα βοσκήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βόσκω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βοσκήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βόσκηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.