βολτάζ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βολτάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική voltage

Ουσιαστικό

βολτάζ ουδέτερο άκλιτο

  • η χρησιμοποιούμενη τάση του ρεύματος σε ηλεκτρικό κύκλωμα, που μετριέται σε βολτ (V)
      Τα αυτοκίνητα αυτά θα διαθέτουν ένα σύστημα χαμηλού βολτάζ που θα προσφέρει στον καταναλωτή καλύτερη οικονομία καυσίμου από όση τα συστήματα των 200 Volt περίπου («Light» υβριδικά αυτοκίνητα με χαμηλό κόστος σχεδιάζει η Κίνα, TO BHMA, 11/3/2016 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.