βολοκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βολοκοπώ < αρχαία ελληνική βωλοκοπέω / βωλοκοπῶ
Συγγενικά
- βολοκόπημα
- βολοκόπι
- βολοκόπος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βολοκοπώ | βολοκοπούσα | θα βολοκοπώ | να βολοκοπώ | βολοκοπώντας | |
| β' ενικ. | βολοκοπείς | βολοκοπούσες | θα βολοκοπείς | να βολοκοπείς | (βολοκόπει) | |
| γ' ενικ. | βολοκοπεί | βολοκοπούσε | θα βολοκοπεί | να βολοκοπεί | ||
| α' πληθ. | βολοκοπούμε | βολοκοπούσαμε | θα βολοκοπούμε | να βολοκοπούμε | ||
| β' πληθ. | βολοκοπείτε | βολοκοπούσατε | θα βολοκοπείτε | να βολοκοπείτε | βολοκοπείτε | |
| γ' πληθ. | βολοκοπούν(ε) | βολοκοπούσαν(ε) | θα βολοκοπούν(ε) | να βολοκοπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βολοκόπησα | θα βολοκοπήσω | να βολοκοπήσω | βολοκοπήσει | ||
| β' ενικ. | βολοκόπησες | θα βολοκοπήσεις | να βολοκοπήσεις | βολοκόπησε | ||
| γ' ενικ. | βολοκόπησε | θα βολοκοπήσει | να βολοκοπήσει | |||
| α' πληθ. | βολοκοπήσαμε | θα βολοκοπήσουμε | να βολοκοπήσουμε | |||
| β' πληθ. | βολοκοπήσατε | θα βολοκοπήσετε | να βολοκοπήσετε | βολοκοπήστε | ||
| γ' πληθ. | βολοκόπησαν βολοκοπήσαν(ε) |
θα βολοκοπήσουν(ε) | να βολοκοπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βολοκοπήσει | είχα βολοκοπήσει | θα έχω βολοκοπήσει | να έχω βολοκοπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βολοκοπήσει | είχες βολοκοπήσει | θα έχεις βολοκοπήσει | να έχεις βολοκοπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βολοκοπήσει | είχε βολοκοπήσει | θα έχει βολοκοπήσει | να έχει βολοκοπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βολοκοπήσει | είχαμε βολοκοπήσει | θα έχουμε βολοκοπήσει | να έχουμε βολοκοπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βολοκοπήσει | είχατε βολοκοπήσει | θα έχετε βολοκοπήσει | να έχετε βολοκοπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βολοκοπήσει | είχαν βολοκοπήσει | θα έχουν βολοκοπήσει | να έχουν βολοκοπήσει |
| |
Μεταφράσεις
βολοκοπώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.