βολοκοπούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βολοκοπούμαι | βολοκοπούμουν | θα βολοκοπούμαι | να βολοκοπούμαι | ||
| β' ενικ. | βολοκοπείσαι | βολοκοπούσουν | θα βολοκοπείσαι | να βολοκοπείσαι | ||
| γ' ενικ. | βολοκοπείται | βολοκοπούνταν | θα βολοκοπείται | να βολοκοπείται | ||
| α' πληθ. | βολοκοπούμαστε | βολοκοπούμασταν βολοκοπούμαστε |
θα βολοκοπούμαστε | να βολοκοπούμαστε | ||
| β' πληθ. | βολοκοπείστε | βολοκοπούσασταν βολοκοπούσαστε |
θα βολοκοπείστε | να βολοκοπείστε | βολοκοπείστε | |
| γ' πληθ. | βολοκοπούνται | βολοκοπούνταν | θα βολοκοπούνται | να βολοκοπούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βολοκοπήθηκα | θα βολοκοπηθώ | να βολοκοπηθώ | βολοκοπηθεί | ||
| β' ενικ. | βολοκοπήθηκες | θα βολοκοπηθείς | να βολοκοπηθείς | βολοκοπήσου | ||
| γ' ενικ. | βολοκοπήθηκε | θα βολοκοπηθεί | να βολοκοπηθεί | |||
| α' πληθ. | βολοκοπηθήκαμε | θα βολοκοπηθούμε | να βολοκοπηθούμε | |||
| β' πληθ. | βολοκοπηθήκατε | θα βολοκοπηθείτε | να βολοκοπηθείτε | βολοκοπηθείτε | ||
| γ' πληθ. | βολοκοπήθηκαν βολοκοπηθήκαν(ε) |
θα βολοκοπηθούν(ε) | να βολοκοπηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω βολοκοπηθεί | είχα βολοκοπηθεί | θα έχω βολοκοπηθεί | να έχω βολοκοπηθεί | βολοκοπημένος | |
| β' ενικ. | έχεις βολοκοπηθεί | είχες βολοκοπηθεί | θα έχεις βολοκοπηθεί | να έχεις βολοκοπηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει βολοκοπηθεί | είχε βολοκοπηθεί | θα έχει βολοκοπηθεί | να έχει βολοκοπηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε βολοκοπηθεί | είχαμε βολοκοπηθεί | θα έχουμε βολοκοπηθεί | να έχουμε βολοκοπηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε βολοκοπηθεί | είχατε βολοκοπηθεί | θα έχετε βολοκοπηθεί | να έχετε βολοκοπηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν βολοκοπηθεί | είχαν βολοκοπηθεί | θα έχουν βολοκοπηθεί | να έχουν βολοκοπηθεί | ||
Μεταφράσεις
βολοκοπούμαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.