βιετναμέζικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα βιετναμέζικα
      γενική των βιετναμέζικων
    αιτιατική τα βιετναμέζικα
     κλητική βιετναμέζικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιετναμέζικα < βιετναμέζικος, στον πληθυντικό του ουδέτερου

Ουσιαστικό

βιετναμέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.