βενιαμίν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
βενιαμίν αρσενικό άκλιτο
- (μετωνυμία) ο υστερότοκος, το στερνοπαίδι
- (κατ’ επέκταση) το πιο νέο μέλος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Βενιαμίν
Μεταφράσεις
βενιαμίν
|
|
- βενιαμίν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βενιαμίν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.