βεβαιότατα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βεβαιότατα < υπερθετικός βαθμός του επιρρήματος βέβαια και βεβαίως

Επίρρημα

βεβαιότατα

  1. οπωσδήποτε, εξάπαντος, απόλυτα βέβαια
    -Θα έρθεις απόψε; -Βεβαιότατα!

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

βεβαιότατα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.