βαλκανοποιούμαι

Ελληνικά (el)

Κλίση
Παθητική φωνή
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | βαλκανοποιούμαι | βαλκανοποιούμουν | θα βαλκανοποιούμαι | να βαλκανοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | βαλκανοποιείσαι | βαλκανοποιούσουν | θα βαλκανοποιείσαι | να βαλκανοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | βαλκανοποιείται | βαλκανοποιούνταν | θα βαλκανοποιείται | να βαλκανοποιείται | ||
| α' πληθ. | βαλκανοποιούμαστε | βαλκανοποιούμασταν βαλκανοποιούμαστε |
θα βαλκανοποιούμαστε | να βαλκανοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | βαλκανοποιείστε | βαλκανοποιούσασταν βαλκανοποιούσαστε |
θα βαλκανοποιείστε | να βαλκανοποιείστε | βαλκανοποιείστε | |
| γ' πληθ. | βαλκανοποιούνται | βαλκανοποιούνταν | θα βαλκανοποιούνται | να βαλκανοποιούνται | ||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βαλκανοποιήθηκα | θα βαλκανοποιηθώ | να βαλκανοποιηθώ | βαλκανοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | βαλκανοποιήθηκες | θα βαλκανοποιηθείς | να βαλκανοποιηθείς | βαλκανοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | βαλκανοποιήθηκε | θα βαλκανοποιηθεί | να βαλκανοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | βαλκανοποιηθήκαμε | θα βαλκανοποιηθούμε | να βαλκανοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | βαλκανοποιηθήκατε | θα βαλκανοποιηθείτε | να βαλκανοποιηθείτε | βαλκανοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | βαλκανοποιήθηκαν βαλκανοποιηθήκαν(ε) |
θα βαλκανοποιηθούν(ε) | να βαλκανοποιηθούν(ε) | |||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω βαλκανοποιηθεί | είχα βαλκανοποιηθεί | θα έχω βαλκανοποιηθεί | να έχω βαλκανοποιηθεί | βαλκανοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις βαλκανοποιηθεί | είχες βαλκανοποιηθεί | θα έχεις βαλκανοποιηθεί | να έχεις βαλκανοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει βαλκανοποιηθεί | είχε βαλκανοποιηθεί | θα έχει βαλκανοποιηθεί | να έχει βαλκανοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε βαλκανοποιηθεί | είχαμε βαλκανοποιηθεί | θα έχουμε βαλκανοποιηθεί | να έχουμε βαλκανοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε βαλκανοποιηθεί | είχατε βαλκανοποιηθεί | θα έχετε βαλκανοποιηθεί | να έχετε βαλκανοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν βαλκανοποιηθεί | είχαν βαλκανοποιηθεί | θα έχουν βαλκανοποιηθεί | να έχουν βαλκανοποιηθεί | ||

Μεταφράσεις
βαλκανοποιούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.