βαθμός συγγένειας
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
βαθμός συγγένειας αρσενικό
- (νομικός όρος) μέτρο διάκρισης της σχέσης προσώπων (συγγενών) εξ αίματος, ή εξ αγχιστείας
- ↪ οι γονείς με τα παιδιά έχουν μεταξύ τους συγγένεια πρώτου βαθμού
- ↪ οι παππούδες με τα εγγόνια έχουν μεταξύ τους συγγένεια δεύτερου βαθμού
- ↪ τρίτου βαθμού συγγένειας
- (καθαρεύουσα) βαθμός συγγενείας
Μεταφράσεις
βαθμός συγγένειας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.