βάζω χέρι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βάζω χέρι <  δείτε τις λέξεις βάζω και χέρι

Έκφραση

βάζω χέρι

  1. παίρνω, αφαιρώ κάτι που δεν μου ανήκει
    κάποιος έβαλε χέρι στο ταμείο γιατί λείπουν τρεις χιλιάδες
     συνώνυμα: σφετερίζομαι, χουφτώνω
  2. (κακόσημο) ακουμπάω, χαϊδεύω, πιάνω με σεξουαλική διάθεση, κάποιο μέρος του σώματος άλλου ατόμου
     συνώνυμα: χουφτώνω, κουτουπώνω
  3. φωνάζω, κάνω επίπληξη
    θα μιλήσουμε πάλι το απόγευμα γιατί τώρα μόλις ήρθε το αφεντικό και μού 'βαλε χέρι που δεν έχω τελειώσει ακόμα την ταξινόμηση
     συνώνυμα: τα ψέλνω, τα λέω ένα χεράκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.