αὔταρκες

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὔταρκες: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής αὐτάρκης

Ουσιαστικό

αὔταρκες ουδέτερο  δείτε την κλίση στο αὐτάρκης

  • (με το άρθρο τό) η αυτάρκεια
      1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 7.3, 4 @perseus.tufts.edu
    ἐπεὶ καὶ οἱ φιλόσοφοι τῇ σωφροσύνῃ τὴν δικαιοσύνην ἐγγυτάτω τιθέντες τὸ αὔταρκες καὶ τὸ λιτὸν ἐν τοῖς πρώτοις ἐζήλωσαν
    και οι φιλόσοφοι που έχουν σε αξία δίπλα-δίπλα τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη, αγωνίζονται πάνω από όλα για την αυτάρκεια και το λιτό

Κλιτικός τύπος μετοχής

αὔταρκες

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.