αὐτότροφος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ αὐτότροφος τὸ αὐτότροφον οἱ, αἱ αὐτότροφοι τὰ αὐτότροφα
Γενική τοῦ, τῆς αὐτοτρόφου τοῦ αὐτοτρόφου τῶν αὐτοτρόφων τῶν αὐτοτρόφων
Δοτική τῷ, τῇ αὐτοτρόφῳ τῷ αὐτοτρόφῳ τοῖς, ταῖς αὐτοτρόφοις τοῖς αὐτοτρόφοις
Αιτιατική τὸν, τὴν αὐτότροφον τὸ αὐτότροφον τοὺς, τὰς αὐτοτρόφους τὰ αὐτότροφα
Κλητική αὐτότροφε αὐτότροφον αὐτότροφοι αὐτότροφα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική αὐτοτρόφω
Γενική-Δοτική αὐτοτρόφοιν

Ετυμολογία

αὐτότροφος < αὐτός + -τρόφος

Επίθετο

αὐτότροφος, -ος, -ον

  1. που φέρει μαζί του την τροφή του΄
    Αὐτότροφος μὴ λέγε, ἀλλ' οἰκόσιτος ὡς ᾿Αθηναῖοι (Φρύνιχος Αρράβιος, Εκλογαί, 174, 1)
  2. (κωμικώς) παράσιτος

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.