αὐτοσχεδιάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- αὐτοσχεδιάζω < αὐτοσχέδιος
Ρήμα
αὐτοσχεδιάζω
- επινοώ, εφευρίσκω, μηχανεύομαι, κάνω κάτι χωρίς να έχω προετοιμαστεί, εκ των ενόντων, με ό,τι βρω
- κάνω κάτι με πρόχειρο τρόπο, προχειρολογώ, κρίνω επιπόλαια
Συγγενικά
Πηγές
- αὐτοσχεδιάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐτοσχεδιάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.