αὐτοσχεδιάζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐτοσχεδιάζω < αὐτοσχέδιος

Ρήμα

αὐτοσχεδιάζω

  1. επινοώ, εφευρίσκω, μηχανεύομαι, κάνω κάτι χωρίς να έχω προετοιμαστεί, εκ των ενόντων, με ό,τι βρω
  2. κάνω κάτι με πρόχειρο τρόπο, προχειρολογώ, κρίνω επιπόλαια

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.