αὐτοδάϊκτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐτοδάϊκτος < αὐτός + δαΐζω (χωρίζω, σκοτώνω)

Επίθετο

ὁ ἡ αὐτοδάϊκτος,ον

  1. που αφαιρεί την ίδια του τη ζωή, που αυτοκτονεί, ο αυτόχειρας
  2. ίσως αυτός που κατά λάθος αυτοτραυματίζεται μοιραία, θανάσιμα
  3. για την ταυτόχρονη εξόντωση δύο αντιπάλων, την αλληλεξόντωση

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.