αὐθωρεί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
αὐθωρεί < ελληνιστικό επίθετο αὐθωρός (ὅστις -εκείνος που- συμβαίνει αὐτήν τήν ὥρα)
Επίρρημα
αὐθωρεί και αὐθωρί και αὐθωρόν
Μεταφράσεις
αὐθωρεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.