αὐθήμερος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐθήμερος < αὐτός + ἡμέρα

Ουσιαστικό

ὁ, ἡ αὐθήμερος,ον

  1. αυτός που γίνεται αυθημερόν, την ίδια μέρα
  2. ο πρόχειρος, χωρίς προμελέτη και σχεδιασμό
  3. το ουδέτερο έγινε επίρρημα και έτσι το αὐθημερόν σημαίνει αμέσως, ακριβώς την ίδια μέρα, όπως και το αυθημερόν στη νεοελληνική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.