αφυδατώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αφυδατώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφυδατώνω
  2. θα αφυδατώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφυδατώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αφυδατώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφυδάτωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.