αφοδεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αφοδεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφοδεύω
  2. θα αφοδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφοδεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αφοδεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφόδευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.