αυτοπροσδιορίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοπροσδιορίζομαι < αυτο- + προσδιορίζομαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοπροσδιορίζομαι | αυτοπροσδιοριζόμουν(α) | θα αυτοπροσδιορίζομαι | να αυτοπροσδιορίζομαι | ||
| β' ενικ. | αυτοπροσδιορίζεσαι | αυτοπροσδιοριζόσουν(α) | θα αυτοπροσδιορίζεσαι | να αυτοπροσδιορίζεσαι | (αυτοπροσδιορίζου) | |
| γ' ενικ. | αυτοπροσδιορίζεται | αυτοπροσδιοριζόταν(ε) | θα αυτοπροσδιορίζεται | να αυτοπροσδιορίζεται | ||
| α' πληθ. | αυτοπροσδιοριζόμαστε | αυτοπροσδιοριζόμαστε αυτοπροσδιοριζόμασταν |
θα αυτοπροσδιοριζόμαστε | να αυτοπροσδιοριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοπροσδιορίζεστε | αυτοπροσδιοριζόσαστε αυτοπροσδιοριζόσασταν |
θα αυτοπροσδιορίζεστε | να αυτοπροσδιορίζεστε | (αυτοπροσδιορίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αυτοπροσδιορίζονται | αυτοπροσδιορίζονταν αυτοπροσδιοριζόντουσαν |
θα αυτοπροσδιορίζονται | να αυτοπροσδιορίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοπροσδιορίστηκα | θα αυτοπροσδιοριστώ | να αυτοπροσδιοριστώ | αυτοπροσδιοριστεί | ||
| β' ενικ. | αυτοπροσδιορίστηκες | θα αυτοπροσδιοριστείς | να αυτοπροσδιοριστείς | αυτοπροσδιορίσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοπροσδιορίστηκε | θα αυτοπροσδιοριστεί | να αυτοπροσδιοριστεί | |||
| α' πληθ. | αυτοπροσδιοριστήκαμε | θα αυτοπροσδιοριστούμε | να αυτοπροσδιοριστούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοπροσδιοριστήκατε | θα αυτοπροσδιοριστείτε | να αυτοπροσδιοριστείτε | αυτοπροσδιοριστείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοπροσδιορίστηκαν αυτοπροσδιοριστήκαν(ε) |
θα αυτοπροσδιοριστούν(ε) | να αυτοπροσδιοριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοπροσδιοριστεί | είχα αυτοπροσδιοριστεί | θα έχω αυτοπροσδιοριστεί | να έχω αυτοπροσδιοριστεί | αυτοπροσδιορισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοπροσδιοριστεί | είχες αυτοπροσδιοριστεί | θα έχεις αυτοπροσδιοριστεί | να έχεις αυτοπροσδιοριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοπροσδιοριστεί | είχε αυτοπροσδιοριστεί | θα έχει αυτοπροσδιοριστεί | να έχει αυτοπροσδιοριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοπροσδιοριστεί | είχαμε αυτοπροσδιοριστεί | θα έχουμε αυτοπροσδιοριστεί | να έχουμε αυτοπροσδιοριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοπροσδιοριστεί | είχατε αυτοπροσδιοριστεί | θα έχετε αυτοπροσδιοριστεί | να έχετε αυτοπροσδιοριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοπροσδιοριστεί | είχαν αυτοπροσδιοριστεί | θα έχουν αυτοπροσδιοριστεί | να έχουν αυτοπροσδιοριστεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοπροσδιορίζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.