αυτοπαρηγορούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοπαρηγορούμαι < αυτο- + παρηγορούμαι
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοπαρηγορούμαι | αυτοπαρηγορούμουν | θα αυτοπαρηγορούμαι | να αυτοπαρηγορούμαι | ||
| β' ενικ. | αυτοπαρηγορείσαι | αυτοπαρηγορούσουν | θα αυτοπαρηγορείσαι | να αυτοπαρηγορείσαι | ||
| γ' ενικ. | αυτοπαρηγορείται | αυτοπαρηγορούνταν | θα αυτοπαρηγορείται | να αυτοπαρηγορείται | ||
| α' πληθ. | αυτοπαρηγορούμαστε | αυτοπαρηγορούμασταν αυτοπαρηγορούμαστε |
θα αυτοπαρηγορούμαστε | να αυτοπαρηγορούμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοπαρηγορείστε | αυτοπαρηγορούσασταν αυτοπαρηγορούσαστε |
θα αυτοπαρηγορείστε | να αυτοπαρηγορείστε | αυτοπαρηγορείστε | |
| γ' πληθ. | αυτοπαρηγορούνται | αυτοπαρηγορούνταν | θα αυτοπαρηγορούνται | να αυτοπαρηγορούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοπαρηγορήθηκα | θα αυτοπαρηγορηθώ | να αυτοπαρηγορηθώ | αυτοπαρηγορηθεί | ||
| β' ενικ. | αυτοπαρηγορήθηκες | θα αυτοπαρηγορηθείς | να αυτοπαρηγορηθείς | αυτοπαρηγορήσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοπαρηγορήθηκε | θα αυτοπαρηγορηθεί | να αυτοπαρηγορηθεί | |||
| α' πληθ. | αυτοπαρηγορηθήκαμε | θα αυτοπαρηγορηθούμε | να αυτοπαρηγορηθούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοπαρηγορηθήκατε | θα αυτοπαρηγορηθείτε | να αυτοπαρηγορηθείτε | αυτοπαρηγορηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοπαρηγορήθηκαν αυτοπαρηγορηθήκαν(ε) |
θα αυτοπαρηγορηθούν(ε) | να αυτοπαρηγορηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοπαρηγορηθεί | είχα αυτοπαρηγορηθεί | θα έχω αυτοπαρηγορηθεί | να έχω αυτοπαρηγορηθεί | αυτοπαρηγορημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοπαρηγορηθεί | είχες αυτοπαρηγορηθεί | θα έχεις αυτοπαρηγορηθεί | να έχεις αυτοπαρηγορηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοπαρηγορηθεί | είχε αυτοπαρηγορηθεί | θα έχει αυτοπαρηγορηθεί | να έχει αυτοπαρηγορηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοπαρηγορηθεί | είχαμε αυτοπαρηγορηθεί | θα έχουμε αυτοπαρηγορηθεί | να έχουμε αυτοπαρηγορηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοπαρηγορηθεί | είχατε αυτοπαρηγορηθεί | θα έχετε αυτοπαρηγορηθεί | να έχετε αυτοπαρηγορηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοπαρηγορηθεί | είχαν αυτοπαρηγορηθεί | θα έχουν αυτοπαρηγορηθεί | να έχουν αυτοπαρηγορηθεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοπαρηγορούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.