αυτοπαρηγορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοπαρηγορία οι αυτοπαρηγορίες
      γενική της αυτοπαρηγορίας των αυτοπαρηγοριών
    αιτιατική την αυτοπαρηγορία τις αυτοπαρηγορίες
     κλητική αυτοπαρηγορία αυτοπαρηγορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοπαρηγορία < αυτο- + παρηγορία

Ουσιαστικό

αυτοπαρηγορία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.