αυτοματοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αυτοματοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοματοποιώ
  2. θα αυτοματοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοματοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αυτοματοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αυτοματοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.