αυνανιζόμενος

Ελληνικά (el)
| πτώση | ενικός | ||
|---|---|---|---|
| ονομαστική | αυνανιζόμενος | αυνανιζόμενη/ αυνανιζομένη |
αυνανιζόμενο |
| γενική | αυνανιζόμενου/ αυνανιζομένου |
αυνανιζόμενης/ αυνανιζομένης |
αυνανιζόμενου/ αυνανιζομένου |
| αιτιατική | αυνανιζόμενο | αυνανιζόμενη/ αυνανιζομένη |
αυνανιζόμενο |
| κλητική | αυνανιζόμενε | αυνανιζόμενη/ αυνανιζομένη |
αυνανιζόμενο |
| πτώση | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | αυνανιζόμενοι | αυνανιζόμενες | αυνανιζόμενα |
| γενική | αυνανιζόμενων/ αυνανιζομένων |
αυνανιζόμενων/ αυνανιζομένων |
αυνανιζόμενων/ αυνανιζομένων |
| αιτιατική | αυνανιζόμενους | αυνανιζόμενες | αυνανιζόμενα |
| κλητική | αυνανιζόμενοι | αυνανιζόμενες | αυνανιζόμενα |

Ετυμολογία
- αυνανιζόμενος < μετοχή ενεστώτα του αυνανίζομαι

Μεταφράσεις
αυνανιζόμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.