ατομικεύω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- ατομίκευση
- → δείτε τις λέξεις ατομικός, άτομο και τέμνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ατομικεύω | ατομίκευα | θα ατομικεύω | να ατομικεύω | ατομικεύοντας | |
| β' ενικ. | ατομικεύεις | ατομίκευες | θα ατομικεύεις | να ατομικεύεις | ατομίκευε | |
| γ' ενικ. | ατομικεύει | ατομίκευε | θα ατομικεύει | να ατομικεύει | ||
| α' πληθ. | ατομικεύουμε | ατομικεύαμε | θα ατομικεύουμε | να ατομικεύουμε | ||
| β' πληθ. | ατομικεύετε | ατομικεύατε | θα ατομικεύετε | να ατομικεύετε | ατομικεύετε | |
| γ' πληθ. | ατομικεύουν(ε) | ατομίκευαν ατομικεύαν(ε) |
θα ατομικεύουν(ε) | να ατομικεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ατομίκευσα | θα ατομικεύσω | να ατομικεύσω | ατομικεύσει | ||
| β' ενικ. | ατομίκευσες | θα ατομικεύσεις | να ατομικεύσεις | ατομίκευσε | ||
| γ' ενικ. | ατομίκευσε | θα ατομικεύσει | να ατομικεύσει | |||
| α' πληθ. | ατομικεύσαμε | θα ατομικεύσουμε | να ατομικεύσουμε | |||
| β' πληθ. | ατομικεύσατε | θα ατομικεύσετε | να ατομικεύσετε | ατομικεύστε | ||
| γ' πληθ. | ατομίκευσαν ατομικεύσαν(ε) |
θα ατομικεύσουν(ε) | να ατομικεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ατομικεύσει | είχα ατομικεύσει | θα έχω ατομικεύσει | να έχω ατομικεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ατομικεύσει | είχες ατομικεύσει | θα έχεις ατομικεύσει | να έχεις ατομικεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ατομικεύσει | είχε ατομικεύσει | θα έχει ατομικεύσει | να έχει ατομικεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ατομικεύσει | είχαμε ατομικεύσει | θα έχουμε ατομικεύσει | να έχουμε ατομικεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ατομικεύσει | είχατε ατομικεύσει | θα έχετε ατομικεύσει | να έχετε ατομικεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ατομικεύσει | είχαν ατομικεύσει | θα έχουν ατομικεύσει | να έχουν ατομικεύσει |
| |
Μεταφράσεις
ατομικεύω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.