ατιμωρητί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ατιμωρητί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀτιμωρητί[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ti.mo.ɾiˈti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ατιμωρητί

Επίρρημα

ατιμωρητί (τροπικό επίρρημα)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.