ατελέσφορα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ατελέσφορα < ατελέσφορ(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.teˈle.sfo.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τε‐λέσ‐φο‐ρα
Συνώνυμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ατελέσφορα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ατελέσφορος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.