αστυνομεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αστυνομεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αστυνομεύω
- θα αστυνομεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αστυνομεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αστυνομεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αστυνόμευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.