αστυνομεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αστυνομεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αστυνομεύω
  2. θα αστυνομεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αστυνομεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αστυνομεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αστυνόμευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.