αστράγαλοι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | αστράγαλοι | ||
| γενική | των | αστραγάλων | ||
| αιτιατική | τους | αστραγάλους & αστράγαλους | ||
| κλητική | αστράγαλοι | |||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αστράγαλοι: πληθυντικός αριθμός του αστράγαλος
Ουσιαστικό
αστράγαλοι αρσενικό στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) παλιό παιχνίδι που παιζόταν με τους αστράγαλους, τα κότσια των ζώων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.