απέξω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απέξω < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

απέξω (και απόξω, απ' έξω)

  1. (τοπικό) έξω (από κάπου)
  2. (τροπικό) με αποστήθιση, χωρίς να κοιτάζω κάποιο γραπτό

Ουσιαστικό

απέξω άκλιτο (και απόξω, απ' έξω)

  1. που δεν είναι φίλιοι, συγγενείς, της παρέας, γνωστοί κλπ.

Επίθετο

απέξω άκλιτο (και απόξω, απ' έξω)

  1. ξενόφερτος

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.