απόρως
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
απόρως
<
αρχαία ελληνική
ἀπόρως
<
ἄπορος
Προφορά
ΔΦΑ
: /
aˈpo.ɾos
/
Επίρρημα
απόρως
χωρίς
(
οικονομικούς
)
πόρους
Μεταφράσεις
απόρως
αγγλικά
:
poorly
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.