αποφλοιώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποφλοιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποφλοιώνω
  2. θα αποφλοιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποφλοιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποφλοιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποφλοίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.